- πλοίο φορτηγό
- el vaixell de carrega
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
φορτηγό — το εμπορικό πλοίο ή αυτοκίνητο που μεταφέρει φορτία εμπορευμάτων (αντίθ. επιβατικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… … Dictionary of Greek
ολκάς — Αρχαίο ελληνικό φορτηγό πλοίο. Είχε μεγάλο όγκο και πλάτος. Σε αρχαιότερους ακόμα χρόνους ήταν κοίλο και χωρίς κατάστρωμα. Το πλοίο αυτό είχε πανιά. Πολλές φορές όμως το ρυμουλκούσαν και σπανιότερα το κινούσαν με κουπιά. Ο. είχαν και οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… … Dictionary of Greek
φορτηγίδα — η / φορτηγίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. ρυμουλκούμενο παλαιότερα και αυτοκινούμενο σήμερα μικρό πλατύ και χαμηλό φορτηγό σκάφος χρησιμοποιούμενο για τη μεταφορά ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων σε ποταμούς και διώρυγες ή σε λιμάνια, κν. μαούνα αρχ. φορτηγό… … Dictionary of Greek
φορτηγός — ό / φορτηγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων … Dictionary of Greek
δεξαμενόπλοιο — Σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών φορτίων, όπως αργό πετρέλαιο και πετρελαιοειδή, υγροποιημένα αέρια, διάφορα χημικά προϊόντα, τρόφιμα κ.ά. Τα σκάφη αυτά διαθέτουν ένα κατάστρωμα, ενώ οι χώροι φόρτωσής τους διαχωρίζονται με… … Dictionary of Greek
νταχαμπία — η ναυτ. φορτηγό ή επιβατηγό πλοίο για τη διάπλευση τού ποταμού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. dhahabīyah «χρυσό πλοίο»] … Dictionary of Greek
στραπόρτο — το, Ν άκλ. ναυτ. α) μεταγωγικό πλοίο β) πλοίο μεταφοράς εμπορευμάτων, φορτηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trasporto] … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek